A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Λιμνώρεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνόρια — η ζωολ. γένος ισόποδων καρκινοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnoria < νεολατ. limnoria < Λιμνώρεια, μία από τις Νηρηίδες (< λίμνη + ὅρος)] … Dictionary of Greek